Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμόμυλος
1 εγγραφή
ατμόμυλος ο [atmómilos] Ο20 : μύλος που λειτουργεί με ατμομηχανή.

[λόγ. ατμο- + μύλος μτφρδ. γαλλ. moulin à vapeur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες