Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμόιππος
1 εγγραφή
ατμόιππος ο [atmóipos] Ο19 : μονάδα μέτρησης της ισχύος των ατμομηχανών.

[λόγ. ατμο- + ίπποςII μτφρδ. γαλλ. cheval-vapeur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες