Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατμοκίνητος -η -ο [atmokínitos] Ε5 : (για μηχανή, όχημα κτλ.) που κινείται με ατμό ή με ατμομηχανή: Aτμοκίνητο όχημα / σκάφος, ατμήλατο. Aτμοκίνητες μηχανές. Aτμοκίνητοι αργαλειοί.
[λόγ. ατμο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. steam-driven]