Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμοκίνητος
1 εγγραφή
ατμοκίνητος -η -ο [atmokínitos] Ε5 : (για μηχανή, όχημα κτλ.) που κινείται με ατμό ή με ατμομηχανή: Aτμοκίνητο όχημα / σκάφος, ατμήλατο. Aτμοκίνητες μηχανές. Aτμοκίνητοι αργαλειοί.

[λόγ. ατμο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. steam-driven]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες