Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμάκατος
1 εγγραφή
ατμάκατος η [atmákatos] Ο36 : (λόγ.) μεγάλη βάρκα που κινείται με μηχανή· βενζινάκατος.

[λόγ. ατμ(ο)- + άκατος μτφρδ. γαλλ. chaloupe à vapeur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες