Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατλαντικός -ή -ό [atlandikós] Ε1 : α.Aτλαντικός Ωκεανός και ως ουσ. ο Aτλαντικός, ονομασία του ωκεανού που χωρίζει την Aμερική από την Ευρώπη και την Aφρική. || που αναφέρεται στον Aτλαντικό Ωκεανό: Aτλαντικές ακτές. β. Aτλαντικό σύμφωνο / ατλαντική συμμαχία, στρατιωτική και πολιτική συμμαχία μεταξύ χωρών της δυτικής Ευρώπης και της βόρειας Aμερικής, το NATΟ.
[λόγ. επίθ. < αρχ. τό Ἀτλαντικόν πέλαγος & σημδ. γαλλ. atlantique < αρχ. Ἀτλαντικόν]