Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατιμωρητί
1 εγγραφή
ατιμωρητί [atimorití] επίρρ. : (λόγ.) χωρίς τιμωρία, ποινή: Kανείς δεν μπορεί να παραβεί το θεϊκό νόμο ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀτιμωρητί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες