Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατημέλητος -η -ο [atimélitos] Ε5 : (για πρόσ. και εμφάνιση προσώπου) αφρόντιστος, απεριποίητος: Aτημέλητο ντύσιμο. Πίσω απο το ατημέλητο παρουσιαστικό της μάντευε κανείς μια σπάνια ομορφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀτημέλητος]