Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατέλεια
2 εγγραφές [1 - 2]
ατέλεια 1 η [atélia] Ο27 : α.αυτό που κάνει κτ. να μην είναι τέλειο· έλλειψη, μειονέκτημα, ελάττωμα: Tο σπίτι μας έχει πολλές κατασκευαστικές ατέλειες. Οι τεχνικές ατέλειες του φιλμ πρέπει να θεραπευτούν, γιατί μειώνουν την αισθητική του αξία. β. η έλλειψη τελειότητας, η ιδιότητα εκείνου που έχει ατέλειες· μειονεκτικότητα, ελαττωματικότητα: H ~ ενός συστήματος / μιας μεθόδου / ενός μηχανισμού.

[λόγ. < αρχ. ἀτέλεια]

ατέλεια 2 η : η προνομιακή απαλλαγή από τέλη (φόρους, τελωνεία, δασμούς κτλ.): Tελωνειακή ~. Οι εφημερίδες έχουν ~ χαρτιού. Οι ηθοποιοί έχουν ~ στα θέατρα. || το δελτίο ταυτότητας ή το έγγραφο που πιστοποιεί την ατέλεια.

[λόγ. < αρχ. ἀτέλεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες