Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύγχρονος
1 εγγραφή
ασύγχρονος -η -ο [asíŋxronos] Ε5 : (τεχν.) ~ κινητήρας, ηλεκτρικός κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος.

[λόγ. < γαλλ. asynchrone < a- = α- 1 + synchrone = σύγχρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες