Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφοδίλι
1 εγγραφή
ασφοδίλι το [asfoδíli] Ο44 : (λογοτ.) ασφόδελος. || Λιβάδι με ασφοδίλια, ο Άδης.

[*ασφοδίλιον υποκορ. του *ασφόδ(ε)ιλος ίσως παράλλ. τ. του αρχ. ἀσφόδελος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες