Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυμμόρφωτος -η -ο [asimórfotos] Ε5 : που δε συμμορφώθηκε ή που δε συμμορφώνεται, αδιόρθωτος: Όσο και να τον νουθετείς αυτός μένει ~.
ασυμμόρφωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συμμορφω- (δες συμμορφώνω) -τος]