Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστροπελέκι
1 εγγραφή
αστροπελέκι το [astropeléki] Ο44 : ο κεραυνός.

[μσν. αστροπελέκι(ν) < *αστραποπελέκιν (πρβ. μσν. στραποπελέκιν) < αστραπ(ή) -ο- + πελέκι(ν) με απλολ. [apope > ope] ή μάλλον παρετυμ. άστρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες