Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστερίσκος
2 εγγραφές [1 - 2]
αστερίσκος 1 ο [asterískos] Ο18 : (τυπ., φιλολ.) ειδικό τυπογραφικό σημάδι (*) με το οποίο γίνεται παραπομπή σε υποσημείωση ή σε σχόλιο ενός κειμένου. || (γλωσσ.) στην αρχή μιας λέξης, δηλώνει έναν υποθετικό τύπο, αναγκαίο για την κατανόηση της σημασίας ή της προέλευσης της λέξης, π.χ. ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weid-.

[λόγ. < ελνστ. ἀστερίσκος (αρχική σημ.: `μικρό άστρο΄) & σημδ. γερμ. Asteriskus < ελνστ. ἀστερίσκος]

αστερίσκος 2 ο : (εκκλ.) ιερό σκεύος σε σχήμα σταυρού που τοποθετείται πάνω στο δισκάριο και συγκρατεί το ύφασμα που καλύπτει τα Tίμια Δώρα.

[λόγ. < μσν. αστερίσκος, ελνστ. σημ.: `μικρό άστρο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες