Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστειότητα
1 εγγραφή
αστειότητα η [astiótita] Ο28 : 1.(λόγ.) αστείος λόγος ή ενέργεια. 2. (πληθ.) λόγια ή ενέργειες επιπόλαιες ή ανόητες που στερούνται σοβαρότητας: Aυτά που ισχυρίζεται είναι αστειότητες.

[λόγ. < ελνστ. ἀστειότης, αιτ. -ητα `λεπτότητα, πνεύμα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanterie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες