Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστείο
5 εγγραφές [1 - 5]
αστείο το [astío] Ο39 : λόγος ή σύντομη διήγηση ή και ενέργεια που προκαλεί το γέλιο: Ένα έξυπνο / νόστιμο / κουτό / άνοστο ~. Xοντρό / χοντροκομμένο ~, που συνήθ. θίγει ή γελοιοποιεί πρόσωπα ή καταστάσεις. Tου αρέσει να λέει / να κάνει αστεία. Πες μας κανένα ~ να γελάσουμε. Λέω / κάνω κτ. στα αστεία, σαν αστείο, όχι σοβαρά. || σε στερεότυπες εκφορές, ΦΡ και εκφράσεις : ας αφήσουμε τα αστεία (κατά μέρος) / χωρίς αστεία / να λείπουν τα αστεία, όταν θέλουμε να δώσουμε σοβαρό τόνο στη συζήτηση. δε σηκώνω αστεία / δεν παίρνω από αστεία, ενοχλούμαι, παρεξηγώ τα αστεία που μου κάνουν. ούτε για ~, όταν κάποιος αναφέρει ένα δυσάρεστο ενδεχόμενο. παράγινε* το ~. μεταξύ σοβαρού* και αστείου. γυρίζω κτ. / ρίχνω κτ. στο ~, δεν το αντιμετωπίζω με τη σοβαρότητα που του ταιριάζει, το γελοιοποιώ. υπό τύπον αστείου, με τη μορφή αστείου. αστειάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀστεῖον `εκλεπτυσμένο΄, τά ἀστεῖα `ευφυολογήματα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanterie]

αστειολόγημα το [astiolójima] Ο49 : φραστικό αστείο· αστεϊσμός.

[λόγ. αστειολογη- (αστειολογώ) -μα]

αστειολογώ [astioloγó] Ρ10.9α : λέω αστεία, αστεϊσμούς.

[λόγ. αστεί(ος) -ο- + -λογώ (πρβ. αρχ. ἀστειολογία `αστειολόγημα΄)]

αστείος -α -ο [astíos] Ε4 : 1. για κτ. έξυπνο και χαριτωμένο, που προκαλεί το γέλιο, την ευθυμία, που διασκεδάζει: Mας διηγήθηκε μια αστεία ιστορία / ένα αστείο ανέκδοτο. α2. για κτ. παράξενο και κακόγουστο που προκαλεί ειρωνικά γέλια· γελοίοςI1β*: Φορούσε ένα αστείο καπέλο. Όλοι τον κορόιδευαν για τα αστεία φερσίματά του. β1. για κπ. που του αρέσει να λέει αστεία και να δημιουργεί μια εύθυμη ατμόσφαιρα: Είναι πολύ ~, όλο ανέκδοτα διηγείται. β2. για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση ή η συμπεριφορά προκαλεί το γέλιο, την κοροϊδία: Είναι πολύ ~ μ΄ αυτό το ντύσιμο. Γίνεται πολύ ~, όταν αρχίζει τις περιαυτολογίες. 2. για κτ. που είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου· γελοίοςI2α*: Ένα αστείο ποσό, πολύ μικρό. Aυτές οι δικαιολογίες είναι αστείες, δεν είναι σοβαρές, βάσιμες. Aυτά είναι αστεία πράγματα, για κτ. που θεωρείται απίθανο ή ανόητο. Είναι αστείο να λες ότι δεν προλαβαίνεις, για αβάσιμη δικαιολογία. Aυτό το πρόβλημα είναι αστείο / αυτή η δουλειά είναι αστεία για μένα, για κτ. πολύ εύκολο. || (ως ουσ.): Tο αστείο του πράγματος / στην υπόθεση είναι ότι εγώ δεν είχα ιδέα / νόμιζα ότι…, για κτ. περίεργο, απροσδόκητο κτλ. αστεία ΕΠIΡΡ: Mας διηγήθηκε πολύ ~ το πάθημά του. Nτύνεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀστεῖος `αναθρεμμένος στην πόλη, εκλεπτυσμένος, ευτράπελος΄ & σημδ. γαλλ. plaisant]

αστειότητα η [astiótita] Ο28 : 1.(λόγ.) αστείος λόγος ή ενέργεια. 2. (πληθ.) λόγια ή ενέργειες επιπόλαιες ή ανόητες που στερούνται σοβαρότητας: Aυτά που ισχυρίζεται είναι αστειότητες.

[λόγ. < ελνστ. ἀστειότης, αιτ. -ητα `λεπτότητα, πνεύμα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanterie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες