Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστεΐζομαι
1 εγγραφή
αστεΐζομαι [asteízome] Ρ2.1β : (λόγ.) αστειεύομαι, συνήθ. στη μπε.: Tο είπα αστεϊζόμενος, δεν το εννοούσα σοβαρά.

[λόγ. < ελνστ. ἀστεΐζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες