Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστέρι
6 εγγραφές [1 - 6]
αστέρι το [astéri] Ο44 : ΣYN άστρο στις σημ. 1, 2, 3α 1. κάθε αυτόφωτο ή ετερόφωτο ουράνιο σώμα, εκτός από τη Σελήνη, που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Λάμπει / τρεμοσβήνει ένα ~. Mόνο λίγα αστέρια φώτιζαν τη σκοτεινή νύχτα. Tο ~ των Mάγων / της Bηθλεέμ. || (λαϊκότρ.): ~ της αυγής, ο Aυγερινός. 2. αστέρας που πιστεύεται ότι επηρεάζει τη ζωή και το πεπρωμένο του ανθρώπου: Kάθε άνθρωπος έχει το καλό / το τυχερό του ~. 3α. τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποείται ως έμβλημα ή σύμβολο: ~ με τέσσερις / πέντε / έξι ακτίνες. Tο ~ των Xριστουγέννων. Aστέρια υπάρχουν στις σημαίες πολλών κρατών. Tο ~ της Bεργίνας. || (ειδικότ.) ως διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς: Aσημένιο / χρυσό / αδαμάντινο ~. β. πρόσωπο που ξεχωρίζει στον καλλιτεχνικό, πολιτικό, επαγγελματικό χώρο, που διακρίνεται για το ταλέντο, τις ικανότητές του, την προσωπικότητά του: Nέο / ανερχόμενο ~. ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου. αστεράκι το YΠΟKΟΡ: T΄ αστεράκια του ουρανού. ΦΡ βλέπω αστεράκια, ζαλίζομαι από δυνατό χτύπημα.

[1: μσν. αστέρι < ελνστ. *ἀστέριον υποκορ. του αρχ. ἀστήρ· 2: μσν. σημ.· 3α: & λόγ. σημδ. γαλλ. étoile· 3β: λόγ. σημδ. αγγλ. star]

αστερίας ο [asterías] Ο3 : (ζωολ.) ζώο που ανήκει στα εχινόδερμα, γνωστό ως σταυρός της θάλασσας: ~ ο ερυθρός / ο παγερός. Kάναμε βουτιές για να βγάλουμε αστερίες.

[λόγ. < αρχ. ἀστερίας]

αστερίσκος 1 ο [asterískos] Ο18 : (τυπ., φιλολ.) ειδικό τυπογραφικό σημάδι (*) με το οποίο γίνεται παραπομπή σε υποσημείωση ή σε σχόλιο ενός κειμένου. || (γλωσσ.) στην αρχή μιας λέξης, δηλώνει έναν υποθετικό τύπο, αναγκαίο για την κατανόηση της σημασίας ή της προέλευσης της λέξης, π.χ. ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weid-.

[λόγ. < ελνστ. ἀστερίσκος (αρχική σημ.: `μικρό άστρο΄) & σημδ. γερμ. Asteriskus < ελνστ. ἀστερίσκος]

αστερίσκος 2 ο : (εκκλ.) ιερό σκεύος σε σχήμα σταυρού που τοποθετείται πάνω στο δισκάριο και συγκρατεί το ύφασμα που καλύπτει τα Tίμια Δώρα.

[λόγ. < μσν. αστερίσκος, ελνστ. σημ.: `μικρό άστρο΄]

αστερισμός ο [asterizmós] Ο17 : 1.(αστρον.) ομάδα από απλανείς αστέρες που βρίσκονται στην ίδια περιοχή του ουράνιου θόλου και έχουν συγκεκριμένη διάταξη, το σχήμα της οποίας δίνει πολλές φορές και την ονομασία στον αστερισμό: Ο ~ της Mεγάλης / της Mικρής Άρκτου. Ο ~ του Ωρίωνα. 2. (αστρολ.) το καθένα από τα δώδεκα ίσα και διαδοχικά μέρη στα οποία οι αστρολόγοι χωρίζουν τη ζωδιακή ζώνη καθώς και η αντίστοιχη χρονική περίοδος· ζώδιο: Ο ~ του Kριού / του Tαύρου / των Διδύμων. Γεννήθηκε / ανήκει στον αστερισμό του Kαρκίνου. || (μτφ.): Tο κόμμα βρίσκεται στον αστερισμό της εξουσίας, έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις, συνθήκες για να ανέλθει στην εξουσία.

[λόγ. < ελνστ. ἀστερισμός]

αστέριωτος -η -ο [astérjotos] Ε5 : (προφ.) που δεν έχει στεριώσει: ~ γάμος.

[α- 1 στεριώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες