Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστάχυ το [astáxi] Ο44α : (λαϊκότρ.) στάχυ1.
[μσν. *αστάχυ(ο)ν υποκορ. του αρχ. ἄσταχυς]
- ασταχυολόγητος -η -ο [astaxiolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σταχυολογήσει, που δεν είναι σταχυολογημένο.
[λόγ. α- 1 σταχυολογη- (σταχυολογώ) -τος]