Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπροντυμένος
1 εγγραφή
ασπροντυμένος -η -ο [asprodiménos] Ε3 : που είναι ντυμένος με άσπρα ρούχα, στα άσπρα.

[ασπρο- + ντυμένος μππ. του ντύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες