Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπριδερός
1 εγγραφή
ασπριδερός -ή -ό [aspriδerós] Ε1 : που έχει σχεδόν άσπρο χρώμα.

[άσπρ(ος) -ιδερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες