Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπράδα
1 εγγραφή
ασπράδα η [aspráδa] Ο26 : η ιδιότητα του λευκού· λευκότητα: H ~ του χιονιού.

[μσν. ασπράδα < άσπρ(ος) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες