Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπίδα
2 εγγραφές [1 - 2]
ασπίδα 1 η [aspíδa] Ο26 : 1α.αρχαίο αμυντικό όπλο, με σχήμα συνήθ. στρογγυλό ή ωοειδές και ελαφρά κυρτό, κατασκευασμένο από δέρμα, μέταλλο ή άλλο υλικό, με έναν ιμάντα στην εσωτερική πλευρά του, μέσα από τον οποίο περνούσε ο πολεμιστής τον αριστερό του βραχίονα, και με μία λαβή την οποία κρατούσε με την αριστερή του παλάμη με τέτοιον τρόπο, ώστε να προστατεύεται το σώμα του κατά τη διάρκεια της μάχης. || παρόμοιο προστατευτικό μέσο που κρατούν οι δυνάμεις καταστολής. β. κατασκευή που προστατεύει από κπ. κίνδυνο: Ο συγκολλητής προφυ λάσσει τα μάτια του από τους σπινθήρες με την ~. 2. (μτφ.) σύνολο προστατευτικών μέτρων, προστασία: Ο λαός αισθάνεται ασφαλής κάτω από την ~ της αμυντικής συμμαχίας. Aγωνίζεται με την ~ της πίστης.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀσπίς, αιτ. -ίδα· 1β: σημδ. γαλλ. bouclier· 2: σημδ. αγγλ. shield]

ασπίδα 2 η : είδος δηλητηριώδους φιδιού.

[λόγ. < αρχ. ἀσπίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες