Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασορτί [asortí] (άκλ.) : για κτ. που ταιριάζει με κτ. άλλο, κυρίως στο χρώμα. α. (ως επίθ.): Aγόρασε μπλε παλτό με παπούτσια ~ / με ~ τσάντα. Tο σερβίτσιο του φαγητού είναι ~ με το τραπεζομάντιλο. || (ως ουσ.): Φόρεσε τα ~ της. β. (ως επίρρ.): Nτύνεται πάντα ~.
[λόγ. < γαλλ. assorti]