Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασορτί
1 εγγραφή
ασορτί [asortí] (άκλ.) : για κτ. που ταιριάζει με κτ. άλλο, κυρίως στο χρώμα. α. (ως επίθ.): Aγόρασε μπλε παλτό με παπούτσια ~ / με ~ τσάντα. Tο σερβίτσιο του φαγητού είναι ~ με το τραπεζομάντιλο. || (ως ουσ.): Φόρεσε τα ~ της. β. (ως επίρρ.): Nτύνεται πάντα ~.

[λόγ. < γαλλ. assorti]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες