Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασικλίκι
1 εγγραφή
ασικλίκι το [asiklíki] Ο44α : (λαϊκ.) λεβεντιά. || προκλητικότητα.

[τουρκ. aşιklιk `παθιασμένη αγάπη΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες