Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβός
1 εγγραφή
ασβός ο [azvós] Ο17 : παμφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια που καταλήγουν σε σκληρά και κατάλληλα για σκάψιμο νύχια, με μυτερό ρύγχος και με γκριζωπό τρίχωμα, που ζει συνήθ. σε υπόγειες στοές.

[σλαβ. jazv(ă) (πρβ. βουλγ. jazovets) -ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες