Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασβός ο [azvós] Ο17 : παμφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια που καταλήγουν σε σκληρά και κατάλληλα για σκάψιμο νύχια, με μυτερό ρύγχος και με γκριζωπό τρίχωμα, που ζει συνήθ. σε υπόγειες στοές.
[σλαβ. jazv(ă) (πρβ. βουλγ. jazovets) -ός]