Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασβέστιο το [azvéstio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) μεταλλικό στοιχείο της ομάδας των αλκαλικών γαιών, που υπάρχει στους ιστούς και στα όργανα των ζωικών και των φυτικών οργανισμών: Θειικό ~, γύψος. Tο ανθρακικό ~ είναι κύριο συστατικό των ασβεστολίθων. Tροφές πλούσιες σε ασβέστιο.
[λόγ. άσβεστ(ος) -ιον μτφρδ. γαλλ. calcium (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀσβέστιον δες στο ασβέστι)]