Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασήμι
3 εγγραφές [1 - 3]
ασημής -ιά -ί [asimís] Ε8 & ασημί [asimí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του ασημιού: Ο ήλιος έδινε στη θάλασσα ασημιές ανταύγειες, ασημένιες. Mια σκιά ματιών ασημί. || (ως ουσ.) το ασημί, το ασημί χρώμα.

[ασήμ(ι) -ής· ασήμ(ι) -ί 4]

ασήμι το [asími] Ο44 : πολύτιμο μέταλλο με λευκό χρώμα, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κοσμηματοποιία· άργυρος: Σκεύη / κοσμήματα από ~. Σαν ~, για κτ. που είναι άσπρο και γυαλιστερό.

[μσν. ασήμι < ελνστ. ἀσήμι(ο)ν υποκορ. του ἄσημον `ασήμι΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄσημος (δες λ., ενν. ἄργυρος) δηλ. ασήμι ασφράγιστο, που δεν έχει χτυπηθεί σε μορφή νομίσματος]

ασημικό το [asimikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : σκεύος ή διακοσμητικό αντικείμενο από ασήμι: Στο σπίτι της έχει πολλά ασημικά. Mου χάρισε ένα πολύ ωραίο ~. || (προφ., εν.) σύνολο από ασημένια αντικείμενα: Nα δεις τι ~ έχει!

[μσν. ασημικό < ασήμ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες