Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρύβαλλος
1 εγγραφή
αρύβαλλος ο [arívalos] Ο20α : (αρχαιολ.) είδος μικρού αγγείου που χρησίμευε για τη φύλαξη του λαδιού με το οποίο αλείφονταν οι αθλητές.

[λόγ. < αρχ. ἀρύβαλλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες