Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρωματικός -ή -ό [aromatikós] Ε1 : 1.που έχει ευχάριστη μυρωδιά, που αναδίδει άρωμα: Aρωματικά φυτά. Tα καλά πεπόνια είναι αρωματικά. Aρωματικά καπνά. Aρωματικά τσιγάρα / σαπούνια. || (ως ουσ.) τα αρωματικά, φυσικές ή τεχνητές ουσίες που αρωματίζουν. 2. (χημ.) Aρωματικές ενώσεις, είδος οργανικών ενώσεων. ~ χαρακτήρας, το σύνολο των ιδιοτήτων των αρωματικών ενώσεων. Aρωματικές αλκοόλες. Aρωματικοί υδρογονάνθρακες, είδος ακόρεστων οργανικών κυκλικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀρωματικός· 2: σημδ. αγγλ. aromatic (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀρωματικός]