Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντολόι
1 εγγραφή
αρχοντολόι το [arxondolói] Ο45 : (οικ., λογοτ.) το σύνολο των αρχόντων.

[μσν. αρχοντολόγι(ν) < αρχοντο- + -λόγιν > -λόι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες