Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιστράτηγος
1 εγγραφή
αρχιστράτηγος ο [arxistrátiγos] Ο20α : τίτλος που απονέμεται στον ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας σε περίοδο πολέμου· στρατάρχης. || Ο Aγαμέμνονας, ο ~ των Ελλήνων στον Tρωικό πόλεμο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιστράτηγος `γενικός αρχηγός του στρατού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες