Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιεροσύνη
1 εγγραφή
αρχιεροσύνη η [arxierosíni] Ο30 : το αξίωμα του αρχιερέα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερωσύνη (ορθογρ. κατά το -οσύνη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες