Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιδούκας ο [arxiδúkas] Ο3α θηλ. αρχιδούκισσα [arxiδú
isa] Ο27 : τίτλος ευγενείας στον αυτοκρατορικό οίκο της Aυστρίας: H δολοφονία του αρχιδούκα της Aυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο ήταν η αφορμή για την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. [λόγ. αρχι- + δούκας μτφρδ. γαλλ. archiduc· λόγ. αρχιδούκ(ας) -ισσα]