Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαιοπρεπής -ής -ές [arxeoprepís] Ε10 : που είναι σύμφωνος με τα αρχαία πρότυπα, που μιμείται τους τρόπους των αρχαίων: Aρχαιοπρεπή ενδύματα / ονόματα.
αρχαιοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀρχαιοπρεπής, αρχ. σημ.: `σεβάσμιος΄· λόγ. < ελνστ. ἀρχαιοπρεπῶς]