Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαιολογικός -ή -ό [arxeolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στην αρχαιολογία1 ή στον αρχαιολόγο: Aρχαιολογικές έρευνες / ανασκαφές. Aρχαιολογική υπηρεσία / σχολή / εταιρεία / σκαπάνη. Aρχαιολογικοί θησαυροί. Ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. β. στα αρχαία μνημεία: ~ χώρος. Aρχαιολογικό μουσείο.
αρχαιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀρχαιολογικός `γνώστης των παλιών πραγμάτων΄ κατά τη σημ. της λ. αρχαιολογία]