Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτιφισιέλ
1 εγγραφή
αρτιφισιέλ το [artifisxél] Ο (άκλ.) : σοβάς με τσιμέντο που επιστρώνεται σε τοίχους οικοδομών σχηματίζοντας ανώμαλη επιφάνεια που μοιάζει με πέτρα.

[λόγ. < γαλλ. artificiel `τεχνητός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες