Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτιφισιέλ το [artifisxél] Ο (άκλ.) : σοβάς με τσιμέντο που επιστρώνεται σε τοίχους οικοδομών σχηματίζοντας ανώμαλη επιφάνεια που μοιάζει με πέτρα.
[λόγ. < γαλλ. artificiel `τεχνητός΄]