Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτηριοσκλήρυνση
1 εγγραφή
αρτηριοσκλήρωση η [artiriosklírosi] & αρτηριοσκλήρυνση η [artiriosklí rinsi] Ο33 : 1.(ιατρ.) νόσος των αρτηριών που επιφέρει ελάττωση ή απώλεια της ελαστικότητάς τους. 2. (μτφ.) η προσκόλληση σε παλιές, οπισθοδρομικές αντιλήψεις, η αντίδραση σε καθετί το νεωτεριστικό.

[λόγ. < γαλλ. artériosclérose < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + sclérose < ελνστ. σκλήρω(σις) -ση· λόγ. αρτηριο(σκλήρωσις) σκλήρυνσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες