Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτίστα
1 εγγραφή
αρτίστας ο [artístas] Ο3 θηλ. αρτίστα [artísta] Ο25 : αυτός που ασκεί καλλιτεχνικό επάγγελμα (κυρ. στο ελαφρό ή στο μουσικό θέατρο): ~ της σκηνής / της πίστας. || (συνήθ. στο θηλ.) αυτή που εμφανίζεται σε λαϊκά κέντρα, καμπαρέ κτλ.· ντιζέζ.

[θηλ.: ιταλ. artista· αρσ.: < αρτίστα -ς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες