Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσιβαρίστας
1 εγγραφή
αρσιβαρίστας ο [arsivarístas] Ο3 : αθλητής που επιδίδεται στο αγώνισμα της άρσης βαρών.

[< φρ. άρσι(ς) βαρ(ών) -ίστας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες