Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενοκοίτης
1 εγγραφή
αρσενοκοίτης ο [arsenokítis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες· σοδομίτης.

[λόγ. < ελνστ. ἀρσενοκοίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες