Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρρωστοφαγιά η [arostofajá] Ο24 : (οικ., ειρ.) 1. προσποιητή αδιαθεσία από έλλειψη ή συνήθ. από κατάχρηση φαγητού: Πάσχει από ~, είναι δήθεν άρρωστος από το πολύ φαΐ. 2. (γενικότ.) ανύπαρκτη ασθένεια: Aυτός έχει ~, δεν έχει τίποτα, είναι μια χαρά.
[άρρωστ(ος) -ο- + φαγ- (τρώ ω) -ιά]