Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβώνας
1 εγγραφή
αρραβώνας ο [aravónas] Ο2 : 1α.η επίσημη υπόσχεση που δίνεται αμοιβαία από τους μελλονύμφους για τη σύναψη γάμου και το χρονικό διάστημα μέχρι την τέλεσή του· μνηστεία: Διαλύσαμε τον αρραβώνα μας. Ο ~ τους κράτησε τρία χρόνια. || (εκκλ.) η σχετική τελετή, η ακολουθία του αρραβώνα. || (συνήθ. πληθ.) η οικογενειακή γιορτή στην οποία γίνεται η ανταλλαγή δαχτυλιδιών μεταξύ των μελλονύμφων: Σας καλούμε στους αρραβώνες μας. β. απλό, συνήθ. χρυσό δαχτυλίδι που ανταλλάσσουν οι μελλόνυμφοι και που συμβολίζει την υπόσχεση γάμου που έδωσαν· βέρα: Πέρασαν τους αρραβώνες, αρραβωνιάστηκαν. 2. χρηματικό ποσό που δίνεται από τον αγοραστή ως προκαταβολή, ως εγγύηση σε μια αγοραπωλησία· καπάρο: Έδωσα αρραβώνα για το σπίτι.

[1: μσν. αρραβώνας (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀρραβών, αιτ. -ῶνα `χρηματική εγγύηση΄ (ελνστ. σημ.: `δώρο΄)· 2: λόγ. < αρχ. ἀρραβών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες