Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβωνιαστικός ο [aravonastikós] Ο17 θηλ. αρραβωνιαστικιά [aravo nasti
á] Ο24 : αυτός με τον οποίο έχει αρραβωνιαστεί κάποιος, αυτός που έχει δώσει υπόσχεση γάμου· μνηστήρας: Πήγε ταξίδι με τον αρραβωνιαστικό της. [μσν. *αρραβωνιαστικός (πρβ. μσν. αρραβωνιαστική) < αρραβωνιασ- (αρραβωνιάζω) -τικός· μσν. αρραβωνιαστικ(ή) μεταπλ. -ιά < αρραβωνιαστικ(ός) -ή]