Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνησίθρησκος
1 εγγραφή
αρνησίθρησκος -η -ο [arnisíθriskos] Ε5 : που αρνείται τη θρησκεία του και συνήθ. ασπάζεται μιαν άλλη. || (ως ουσ.) ο αρνησίθρησκος.

[λόγ. αρνησι- + θρησκ(εία) -ος κατά το αρνησίθεος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες