Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμός
3 εγγραφές [1 - 3]
αρμός ο [armós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. 1. το σημείο όπου γίνεται η συναρμογή· άρθρωση, σύνδεσμος: H θαλασσοταραχή έκανε να τρίζουν οι αρμοί της βάρκας, το μέρος που ενώνονται οι σανίδες μεταξύ τους. || (ειδικότ. για το σώμα) οι κλειδώσεις, οι αρθρώσεις: Οι αρμοί του κορμιού / των ποδιών / των χεριών / των ώμων κτλ. 2. η σχισμή ή το κενό διάστημα στο σημείο σύνδεσης των επιφανειών: Οι αρμοί των σιδηροδρομικών ράβδων, το διάστημα που αφήνεται ανάμεσα σε δύο ράβδους και που επιτρέπει την ελεύθερη διαστολή τους από τη θερμότητα, ιδίως το καλοκαίρι. Οι αρμοί του πλακόστρωτου, το κενό διάστημα ανάμεσα στις πλάκες.

[αρχ. ἁρμός]

αρμοστεία η [armostía] Ο25 : 1.ο θεσμός και το αξίωμα του αρμοστή. 2. το κτίριο όπου εδρεύει ο αρμοστής και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες: H Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ.

[λόγ. αρμοστ(ής) -εία]

αρμοστής ο [armostís] Ο7 : 1.ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε χώρες κατεχόμενες, ημιαυτόνομες ή προστατευόμενες: Ο ~ της Σμύρνης. Ο Άγγλος ~ των Επτανήσων. Ο ύπατος ~ της Kρήτης. || Ύπατος Aρμοστής του ΟHΕ. 2. (ιστ.) α. Σπαρτιάτης διοικητής σε υποτελείς ή κατεχόμενες πόλεις. β. Ρωμαίος διοικητής επαρχίας.

[λόγ. < αρχ. ἁρμοστής (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες