Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρμόνιο το [armónio] Ο42 : μουσικό όργανο με πλήκτρα, που τον ήχο του τον παράγουν παλλόμενα γλωσσίδια, τα οποία τίθενται σε κίνηση είτε μέσο του αέρα που διοχετεύει ειδικός φυσητήρας είτε μέσο ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. armonio < γαλλ. harmonium < harmonie < αρχ. ἁρμονία]



