Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμόνικα
1 εγγραφή
αρμόνικα η [armónika] Ο27α : πνευστό όργανο, η φυσαρμόνικα.

[αντδ. < ιταλ. armonica < αγγλ. harmonica (στη νέα σημ.) < λατ. harmonicus < αρχ. ἁρμονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες