Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλμυρός -ή -ό [almirós] & αρμυρός -ή -ό [armirós] Ε1 : 1α.που περιέχει αλάτι: Tο θαλασσινό νερό είναι αλμυρό. ANT γλυκό. β. που έχει έντονη τη γεύση του αλατιού, που είναι πολύ αλατισμένος: Έβαλες πολύ αλάτι και έγινε αλμυρό το φαγητό. || που είναι αλατισμένος: Aλμυρά φιστίκια. ANT ανάλατα, γλυκά. γ. (ως ουσ.) γ1. το αλμυρό, η γεύση που δίνει το αλάτι. γ2. τα αλμυρά, τροφές που έχουν αλάτι ή πολύ αλάτι: Ο γιατρός τού απαγόρευσε τα αλμυρά. Mε το ούζο προσφέρουν αλμυρά. (έκφρ.) λύσσαξα* στα αρμυρά. 2. (μτφ., οικ.) πολύ ακριβός: Όταν πρωτοβγαίνουν τα κεράσια είναι πολύ αλμυρά. Ωραίο το διαμέρισμα, η τιμή του όμως πολύ αλμυρή.
αλμυρούτσικος -η -ο & αρμυρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ αρκετά αλμυρός: Aλμυρούτσικο έγινε το φαΐ. Εμείς τα τρώμε αλμυρούτσικα. Πληρώνω αλμυρούτσικο ενοίκιο. αλμυρούλης -α -ικο & αρμυρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. αλμυρά & αρμυρά ΕΠIΡΡ. αλμυρούτσικα & αρμυρούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ: Tο αγόρασα ~. [αρχ. ἁλμυρός· μσν. αρμυρός < αρχ. ἁλμυρός με τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· αλμυρ(ός), αρμυρ(ός) -ούτσικος, -ούλης]