Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμοστεία η [armostía] Ο25 : 1.ο θεσμός και το αξίωμα του αρμοστή. 2. το κτίριο όπου εδρεύει ο αρμοστής και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες: H Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ.
[λόγ. αρμοστ(ής) -εία]