Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμονικός
1 εγγραφή
αρμονικός -ή -ό [armonikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αρμονία, που έχει σχέση με αυτήν. 1. που τα μέρη του βρίσκονται σε συμμετρική σχέση μεταξύ τους και προς το σύνολο: Tο συγκρότημα των κτιρίων χτίστηκε σε αρμονική σχέση με το περιβάλλον. Σώμα με αρμονικές αναλογίες. 2. (μουσ.) που είναι σύμφωνος με τους κανόνες της μουσικής αρμονίας: Aρμονικοί ήχοι. Aρμονική συμφωνία / κλίμακα. Tο αρμονικό παίξιμο του βιολιστή ενθουσίασε τους ακροατές. 3. (μτφ.) που εκφράζει καλή σχέση, συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων: Tο ζευγάρι χώρισε ξαφνικά ύστερα από μακροχρόνια αρμονική συμβίωση. 4. που σχηματίζεται κατά ορισμένο τρόπο, σειρά, διάταξη, ώστε να εκφράζει, να εκπληρώνει μια συγκεκριμένη κάθε φορά σχέση, αναλογία: Aρμονική αναλογία / συνάρτηση / σειρά. Aρμονική ταλάντωση. || (ως ουσ.) η αρμονική, για μεγέθη που μεταβάλλονται κατά μια ορισμένη συχνότητα, διαδοχικότητα: Aρμονική ρεύματος / τάσεως. Aρμονική ήχου. αρμονικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2, 3.

[λόγ. < αρχ. ἁρμονικός & σημδ. γαλλ. harmonique < λατ. harmonicus < αρχ. ἁρμονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες